- ξηρόφιλος
- η , ο [ος , ον ] бот. 1. сухолюбивый;2.:
τα ξηρόφιλα — сухолюбы, сухолюбивые растения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ξηρόφιλα — сухолюбы, сухолюбивые растения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηρόφιλος — η, ο 1. βιολ. (ειδικά για φυτά) αυτός που έχει προσαρμοστεί και μπορεί να αναπτύσσεται σε ξηρό περιβάλλον 2. φρ. «ξηρόφιλη περίοδος» βιολ. η θερμή και η ξηρά περίοδος η οποία εκτείνεται από το 6500 ώς το 2500 περίπου π.Χ. και αντιστοιχεί στις… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek